
Μια αισιόδοξη post apocalyptic ιστορία με τον Tom Hanks στο Finch του Apple TV+_

Ο Tom Hanks ήταν ο «Ναυαγός» σε ένα απομονωμένο νησί και τώρα είναι πάλι μόνος, σε μια ερειπωμένη, κατεστραμμένη πόλη, στο Finch. Βέβαια, όχι ακριβώς μόνος. Τότε είχε τον Γουίλσον, τώρα τον Dewey, ένα μικρό ρομποτάκι, αλλά και έναν σκύλο.
Το περιβάλλον όμως δεν είναι ένα γαλήνιο νησί στη μέση του ωκεανού, αλλά ένα εχθρικό αστικό περιβάλλον. Δεν υπάρχουν ζόμπι ή τέρατα, αλλά οι κανόνες της λειτουργίας του κόσμου έχουν αλλάξει πια, μετά από κάποια γεγονότα που οδήγησαν στην καταστροφή του στρώματος του όζοντος. Από την εισαγωγή της ταινίας βλέπουμε ένα επιθετικό, εντυπωσιακό φαινόμενο με τεράστια καταιγίδα να καλύπτει τα πάντα στο πέρασμά της, και στη συνέχεια θα δούμε τυφώνες αλλά και την ακτινοβολία του ήλιου που μπορεί να ψήσει το δέρμα σε δευτερόλεπτα.
Ο Finch, λοιπόν, τον οποίον υποδύεται ο Tom Hanks, έχει αρχίσει να φοβάται για τον εαυτό του μετά από 15 χρόνια επιβίωσης σε αυτό το περιβάλλον και θέλει να βρει έναν «διάδοχο», κάποιον για να προσέχει τον σκύλο του εάν εκείνος «χαθεί».

Καθώς ο πρωταγωνιστής είναι μηχανικός ρομποτικής, αξιοποιεί τις γνώσεις του αλλά και ένα εργαστήριο που έχει στήσει -και το οποίο αποτελεί και το καταφύγιό του- για να φτιάξει ένα μεγάλο ρομπότ με τεχνητή νοημοσύνη. Η τεράστια καταιγίδα όμως πλησιάζει επικίνδυνα και ο Finch αναγκάζεται να διακόψει τη μεταφορά των «γνώσεων» στο κεφάλι του νέου ρομποτικού συντρόφου του για να φύγουν στα γρήγορα. Έτσι, ξεκινά ένα road trip κατά τη διάρκεια του οποίου ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να μάθει στο ρομπότ τους βασικούς κανόνες επιβίωσης και να το εκπαιδεύσει για να φροντίζει τον σκύλο του. Βέβαια, για να το κάνει αυτό, ο Finch επιστρατεύει τους τρεις νόμους της ρομοτικής του Ασίμωφ, αλλάζοντάς τους ελαφρώς και δημιουργώντας έναν νέο, που σχετίζεται με την ασφάλεια του μικρού σκύλου.
Στη συνέχεια, έχουμε μία μοναχική ταινία που ασχολείται κυρίως με έννοιες όπως η φιλία και η εμπιστοσύνη, σε ύφος που πλησιάζει πάρα πολύ εκείνο των animated ταινιών τύπου Pixar, όμως απομακρύνεται ταυτόχρονα κάνοντας κάποιες παράξενες επιλογές που ανεβάζουν τα ηλικιακά όρια χωρίς λόγο. Το ρομπότ είναι ένας ικανοποιητικός δεύτερος πρωταγωνιστής, ιδίως εξαιτίας του motion capture και της φωνής που του δανείζει ο ηθοποιός Caleb Landry Jones. Σιγά-σιγά, βλέπουμε την εξέλιξη του μεταλλικού συνοδοιπόρου του Hanks, που στην αρχή μοιάζει με μικρό παιδί και συμπεριφέρεται παράταιρα, για να αρχίσει να φέρεται όλο και πιο ανθρώπινα, να μιλά με περισσότερο συναίσθημα και να στέκεται σωστά στα δύο πόδια του.

Ο Tom Hanks είναι, αναμενόμενα, μία ολόσωστη επιλογή πρωταγωνιστή, και μπορεί να «κουβαλήσει» την ταινία στις πλάτες του, όπως είχε κάνει και με τον Ναυαγό στο παρελθόν. Ο ηθοποιός δίνει στους χαρακτήρες του γνωρίσματα που τους κάνουν συμπαθείς ακόμα και όταν δεν είναι, και πετυχαίνει, με τις κινήσεις του και τις εκφράσεις του προσώπου του, τη σύνδεση με τον θεατή. Η μαγνητική παρουσία του Hanks του δίνει την ικανότητα να στηρίξει μία ολόκληρη ταινία, που διαρκεί σχεδόν δύο ώρες, χωρίς άλλους ανθρώπους στο cast. Η ερμηνεία του Tom Hanks είναι ένας από τους βασικούς λόγους που το Finch καταφέρνει να σταθεί και να προσφέρει κάποια διασκέδαση.
Δυστυχώς, δεν είναι όλα τα τμήματα της ταινίας εξίσου πετυχημένα. Η σκηνοθεσία είναι επαρκής και, σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή φωτογραφία, καταφέρνει να αποδώσει επιτυχώς τον μεγαλειώδη, κατεστραμμένο και άδειο κόσμο, αλλά και να τον τοποθετήσει δίπλα στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή που γερνά, έχει κουραστεί και δεν αντέχει για πολύ ακόμα. Η μουσική του Gustavo Santaolalla, που έγραψε ιδανικό soundtrack για την αποκάλυψη του The Last of Us, εδώ δεν καταφέρνει να μπει στο προσκήνιο και ακούγεται μερικές φορές πολύ δραματική και σκοτεινή για αυτήν την ταινία, ενώ άλλες πιάνει το Pixar ύφος χωρίς όμως να είναι αξιομνημόνευτη -πάντως, λειτουργεί σταθερά ως υπόβαθρο.

Οι σκηνές δράσης, που είναι ελάχιστες, πλήττονται κάπως από μία αοριστία που είναι σωστή επιλογή στη θεωρία, αλλά στη δράση δεν αποδίδει όσο πρέπει. Η απόφαση που πήραν οι σεναριογράφοι όταν έβαλαν τους κεντρικούς χαρακτήρες ως τους μόνους (σχεδόν) που εμφανίζονται στην οθόνη, παρόλο που φέρνει ενδιαφέροντα στοιχεία, φέρνει και προβλήματα στη ροή. Η αναπαράσταση του κόσμου μετά την καταστροφή, παρά τα θετικά και αισιόδοξα μηνύματα που βρίσκονται στον πυρήνα της ταινίας, αναγκαστικά κατευθύνεται προς κλισέ μονοπάτια του είδους, σε δομή και αφήγηση που έχουμε δει πολλές φορές σε post apocalypse ιστορίες, αλλά και σε σενάρια με έναν ρομποτικό σύντροφο για κάποιον χαρακτήρα.
Για να αποφύγει κάπως αυτά τα πολύ γνώριμα τμήματα, το Finch τα απομακρύνει από την κάμερα και η παρουσία τους αποκτά υπόσταση μέσω της αφήγησης κυρίως. Για παράδειγμα, μαθαίνουμε ότι τα βράδια συμβαίνουν κάποια παράξενα πράγματα, όμως δεν τα βλέπουμε στην οθόνη μας όπως περιγράφονται. Είναι μια προσέγγιση που θυμίζει την αντίστοιχη παλιότερων ταινιών τρόμου ή μυστηρίου, αλλά και εκείνη της ταινίας A Boy and His Dog, που ανήκει στο ίδιο είδος -ευρύτερα- με το Finch, και απέφευγε να μας δείξει τους μεταλλαγμένους που κυνηγούσαν τον πρωταγωνιστή. Είναι μια μέθοδος που πράγματι μπορεί να συντελέσει στο χτίσιμο αγωνίας και στο στήσιμο πετυχημένης ατμόσφαιρας, όμως στο Finch η σκηνοθεσία και το σενάριο δεν καταφέρνουν να ολοκληρώσουν το όραμα αυτό.

Ως αποτέλεσμα, έχουμε ένα πρώτο μισό που αποτελεί τη γνωριμία με τους χαρακτήρες και το ρομπότ, και το οποίο τμήμα είναι ευχάριστο, διασκεδαστικό, αστείο και γλυκό. Μετά, όμως, οδηγούμαστε σε ένα δεύτερο κομμάτι που χάνει την εστίασή του πολλές φορές και καταλήγει να μοιάζει με μοντάζ σκηνών που έχουν ως στόχο να μας συγκινήσουν στο τέλος. Η διάρκεια είναι μεγαλύτερη από όσο θα έπρεπε και έτσι προκύπτουν μακρόσυρτες σκηνές χωρίς ιδιαίτερο βάρος, που μάλιστα στηρίζονται σε χαρακτήρες οι οποίοι, αν και είναι σωστοί ερμηνευτικά, δεν έχουν πολύ ενδιαφέρον και βάθος.
Δυστυχώς, δεν γίνεται αρκετή προσπάθεια για να δημιουργηθεί μία πλοκή που να ασχολείται με την τεχνητή νοημοσύνη και με τις προεκτάσεις της «εκπαίδευσής» της, αλλά και με τις συνέπειες των αποφάσεων του πρωταγωνιστή. Η sci-fi προσέγγιση είναι εντελώς επιφανειακή, το post apocalypse μέρος πολύ συνηθισμένο και τελικά το Finch δεν έχει πολλά να δώσει σε κανένα τμήμα του. Όπως και να ‘χει, όμως, είναι μια ευχάριστη ιστορία που γίνεται βαρετή μόνο σε κάποια σημεία της, όταν χάνει εντελώς το focus, και καταφέρνει τελικά να προσφέρει κάποια διασκέδαση εξαιτίας ενός εξαιρετικού Tom Hanks.
Το Finch κυκλοφορεί στο Apple TV+ από τις 5 Νοεμβρίου.