
When the World Changes Forever_

Η σειρά Resident Evil, γνωστή ως Βiohazard στη Ιαπωνία, είναι το franchise που μας συντροφεύει εδώ και 25 χρόνια από το μακρινό πλέον 1996. Στο πρώτο RE, το survival horror theme ήταν αυτό που έθεσε υψηλά τα στάνταρ τόσο για τους διαδόχους του όσο και για τον ανταγωνισμό. Ένα παιχνίδι με αρκετά κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη πρώτων υλών και πυρομαχικών, αλλά και την πληθώρα τεράτων, εχθρών, μα πάνω από όλα, zombies, πολλά zombies.
Πριν αναφερθούμε στο πρώτο Resident Evil, οφείλουμε να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή στο παιχνίδι που θεωρείται ο πατέρας του «survival horror» είδους και το οποίο έχει ασκήσει τη μεγαλύτερη επιρροή στο Resident Evil. Το 1989 εκδόθηκε στο NES το «Sweet Home», που δημιουργήθηκε από τον Tokuro Fujiwara και ήταν εμπνευσμένο από την ομώνυμη Ιαπωνική ταινία τρόμου. Το gameplay του παιχνιδιού εστίαζε στην επίλυση γρίφων, τη χρήση διαφόρων αντικειμένων μέσα από ένα μικρό inventory και την αντιμετώπιση τρομακτικών πλασμάτων και τεράτων, με μοναδικό γνώμονα την επιβίωση των πρωταγωνιστών. Αυτό είχε ως συνέπεια να δημιουργείται ένταση και αγωνία, καθώς ο παίκτης έμπαινε στη θέση της ομάδας που διαχειριζόταν. Επίσης, αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία μιας τρομακτικής και εκφοβιστικής ιστορίας εντός του παιχνιδιού, μέσω διασκορπισμένων σημειώσεων και ημερολογίων τα οποία βρίσκονταν παρατημένα και ξεχασμένα μέσα στο σπίτι για 50 χρόνια. Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Α μάλιστα, Developer του παιχνιδιού ήταν η Capcom…
RESIDENT EVIL_
Αρχική έκδοση: 22 Μαρτίου 1996, PlayStation
Μπορεί το Resident Evil να μην είναι το πρώτο survival horror παιχνίδι, αλλά σίγουρα έθεσε τις βάσεις για το είδος, καθώς εδώ και 2,5 δεκαετίες το franchise ακόμα καλά κρατεί, προσελκύοντας τα βλέμματα και το ενδιαφέρον των gamers κάθε εποχής. Πέρα από την επιρροή του «Sweet Home», το παιχνίδι έχει επηρεαστεί και από τις ταινίες της Δύσης όπως «Η Νύχτα Των Ζωντανών Νεκρών» καθώς και από τις υπόλοιπες ταινίες του George A. Romero, μια σκηνοθετική αυθεντία στις ταινίες του είδους. Το 1993 ο Tokuro Fujiwara, δημιουργός του «Sweet Home», πρότεινε ένα remake του παιχνιδιού με 3D γραφικά για την, τότε, νέα γενιά κονσολών, με ιδανικό αποδεκτή το PlayStation. Επέλεξε τον Shinji Mikami να ηγηθεί του project, ο οποίος αρχικά δίστασε για αυτό το εγχείρημα. Ο S.M. χρειάστηκε αρκετούς μήνες για να φτιάξει ένα πρωτότυπο, το οποίο αρχικά στόχευε να είναι βολών πρώτου προσώπου (first-person shooter).

Βλέποντας όμως την πολύ καλή δουλειά που είχε γίνει το 1994 με το «Alone In The Dark», άλλο ένα παιχνίδι σταθμός του είδους, αποφάσισε να «δανειστεί» την ιδέα για μία σταθερή και έξυπνα τοποθετημένη κάμερα. Μαζί με τα προκατασκευασμένα περιβάλλοντα (pre-rendered backgrounds), κατάφερε να δημιουργήσει μία ρεαλιστική ατμόσφαιρα και πρόσθεσε αρκετές πρωτότυπες ιδέες, με κάποιες από αυτές όμως να μη βλέπουν άμεσα το φως της δημοσιότητας, όπως π.χ. η εναλλαγή των όπλων χωρίς να χρειαστεί να μπαίνει ο παίχτης στον inventory, ένα co-op mode καθώς εφαρμόστηκαν σε άλλα παιχνίδια της σειράς στο μέλλον. Το παιχνίδι εκδόθηκε πρώτα στο PlayStation 1 το 1996 και, παρά την απαισιοδοξία του Mikami, οι πωλήσεις ξεπέρασαν τις προσδοκίες και τότε ήταν που ακούστηκε για πρώτη φορά ο όρος «survival horror». Το πρώτο Resident Evil εξελίσσεται σε μια έπαυλη η οποία βρίσκεται στα περίχωρα μιας μη υπαρκτής πόλης, γνωστή ως Raccoon City. Εκεί, ο παίκτης, ως μέλος της S.T.A.R.S. (Special Tactics And Rescue Service, μιας ειδικής αστυνομικής ομάδας) καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην Jill Valentine ή τον Chris Redfield, και να αναζητήσει, μαζί την υπόλοιπη ομάδα, τους χαμένους τους συνεργάτες που είχαν σταλεί πριν από αυτούς για να διερευνήσουν μία σειρά παράξενων φόνων. Καθώς η ομάδα βρίσκει το σημείο όπου συνετρίβη το ελικόπτερο των συνεργατών και προσγειώνεται δίπλα του, δέχεται ξαφνικά επίθεση από μεταλλαγμένα σκυλιά που σκοτώνουν ένα από τα μέλη της ομάδας, τον Joseph Frost, ενώ ο πιλότος, ο Brad Vickers, πανικοβάλλεται και σηκώνεται και φεύγει ολομόναχος. Οι εναπομείναντες (Chris Redfield, Jill Valentine, Albert Wesker και Barry Burton) αναγκάζονται να βρουν καταφύγιο στην κοντινή εγκαταλελειμμένη έπαυλη και εδώ είναι που εξελίσσεται και το μεγαλύτερο μέρος του παιχνιδιού. Αναλόγως την επιλογή του, ο παίκτης πορεύεται με τον αντίστοιχο ήρωα στην μυστήρια αυτή έπαυλη, ψάχνοντας ενδείξεις και αποδείξεις για το τι έχει συμβεί εδώ.
Όπως προαναφέρθηκε, το παιχνίδι κάνει χρήση μιας σταθερής κάμερας η οποία τοποθετείται με τέτοιο τρόπο, ώστε ο παίκτης να μην ξέρει τι τον περιμένει στην επόμενη στροφή που θα πάρει. Για τον λόγο αυτό, η έπαυλη έχει φτιαχτεί σαν λαβύρινθος γεμάτος διαδρόμους και δωμάτια. Πολλά από τα δωμάτια είναι κλειδωμένα και χρειάζονται ειδικά κλειδιά, που ανοίγουν νέες κλειδωμένες πόρτες και καινούργιους διαδρόμους, μειώνοντας όμως δραστικά τον χρόνο που χρειάζεται για τη μετάβαση από δωμάτιο σε δωμάτιο. Κύριοι εχθροί είναι τα ζόμπι, αλλά καθώς ο παίκτης εμβαθύνει στην ιστορία, συναντά κι άλλους εναλλακτικούς εχθρούς, όπως μεταλλαγμένα σκυλιά και κοράκια. Ο παίκτης μπορεί να γιατρευτεί χρησιμοποιώντας Healing Spray ή πράσινα βότανα, τα οποία, συνδυασμένα με άλλα χρώματα γίνονται πιο αποτελεσματικά. Αυτό που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, και διαχείριση, είναι το μικρό inventory. Ο παίκτης πρέπει να έχει μαζί του τα απολύτως απαραίτητα και τα υπόλοιπα να τα αφήνει σε μπαούλα τα οποία συνδέονται μεταξύ τους. Η κατοχή μελανοταινιών, τα πασίγνωστα πλέον Ink Ribbon, επιτρέπουν στον παίκτη να αποθηκεύει την πρόοδό του σε μια γραφομηχανή. Όλο αυτό το άγχος της διαχείρισης για ισορροπία σε όπλα και σφαίρες με τα healing items και τα υπόλοιπα αντικείμενα του παιχνιδιού και ο φόβος που δημιουργείται από τις έξυπνα τοποθετημένες κάμερες, δημιουργούν μια ξεχωριστή και τρομακτική εμπειρία. Παιχνίδια όπως το «Silent Hill», το «Dead Space», το «Bioshock», το «The Last of Us» κ.ά. έχουν εμπνευσθεί και έχουν πάρει στοιχεία από αυτό το έπος του 1996. Ακόμα και κινηματογραφικές ταινίες, πέρα από το ομώνυμο και μέτριο (προς κακό) κινηματογραφικό franchise, όπως το «28 Μέρες Μετά» εμπνεύστηκαν από την ατμόσφαιρα που δημιουργεί το παιχνίδι. Το πρώτο Resident Evil έχει αυτή τη στιγμή 91% βαθμολογία στο Metacritic και βραβεύτηκε ουκ ολίγες φορές, ανεβάζοντας και σταθερά τις πωλήσεις του.

RESIDENT EVIL 2_
Αρχική έκδοση: 21 Ιανουαρίου 1998, PlayStation
Έναν μήνα μετά την έκδοση του πρώτου παιχνιδιού η δημιουργική ομάδα πίσω από αυτό το αριστούργημα, σηκώνοντας τα μανίκια, στρώθηκε στην δουλειά για το sequel. Δυστυχώς, κάποιες δημιουργικές διαφωνίες μεταξύ του Mikami και του Hideki Kamiya δημιούργησαν καθυστερήσεις στην ολοκλήρωσή του. Μία πρώιμη μορφή του παιχνιδιού παρουσίαζε δύο νέους χαρακτήρες, τον Leon Kennedy και την Elsa Walker, οι οποίοι εξερευνούν το αστυνομικό τμήμα της Racoon City δύο μήνες μετά τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο πρώτο παιχνίδι. Με το Resident Evil 2, ο Mikami είχε σκοπό να ολοκληρώσει την ιστορία που ξεκίνησε το πρώτο RE. Όμως, οι ανώτεροι και οι υπεύθυνοι της Capcom ανησυχήσαν με αυτήv την απόφαση και θεωρούσαν ότι θα επηρεάσει αρνητικά τη συνέχεια της σειράς. Για αυτό τον λόγο προσέλαβαν έναν επαγγελματία χολιγουντιανό σεναριογράφο ο οποίος μετέτρεψε την Elsa Walker στην Claire Redfield, για να μπορέσει να ενώσει το προηγούμενο παιχνίδι με το τωρινό. To sequel εστίασε περισσότερο στη δράση για να είναι πιο δελεαστικό και στο αγοραστικό κοινό της Δύσης. Όλες αυτές οι αλλαγές μετατόπισαν την έκδοση του Resident Evil 2 για τις αρχές του 1998. Από τις πρώτες κιόλας μέρες φάνηκε ξεκάθαρα ότι το RE2 θα είναι από τα πιο επιτυχημένα παιχνίδια της σειράς. Στην τελική έκδοση του παιχνιδιού, ο παίκτης είχε τη δυνατότητα να διαλέξει μεταξύ του Leon Kennedy, ενός νεοσύλλεκτου αστυνομικού και της Claire Redfield, που ήταν η μικρή αδερφή του Chris Redfield, η οποία προσπαθεί να τον συναντήσει στο αστυνομικό τμήμα για να μάθει τι έγινε στην έπαυλη που είχε πάει ο αδερφός της στο πρώτο παιχνίδι.

Οι δύο πρωταγωνιστές συναντιούνται τυχαία κατά τη διάρκεια ενός zombie outbreak στην καρδιά της Raccoon City και λόγω ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος είναι αναγκασμένοι να τραβήξουν ξεχωριστούς δρόμους και να αναζητήσουν καταφύγιο στο αστυνομικό τμήμα της πόλης το R.C.P.D. (Raccoon City Police Department). Από κει και πέρα το παιχνίδι έχει πάρα πολλές ομοιότητες με τον προκάτοχό του, μιας και το αστυνομικό τμήμα, ένα παλιό ανακαινισμένο μουσείο, έχει πολλές ομοιότητες με την έπαυλη. Ο παίκτης θα συναντήσει και πάλι πολλούς διαδρόμους και κλειδωμένα δωμάτια και σε κάθε στροφή τον φόβο του αγνώστου και του απρόσμενου. Ο κάθε πρωταγωνιστής έχει το δικό του σενάριο συνδεδεμένο με του άλλου, ενώ προς το τέλος του παιχνιδιού υπάρχουν απρόσμενες εξελίξεις που θεμελιώνουν την ιστορία του παιχνιδιού για την συνέχεια του franchise. Μία ιστορία γεμάτη κυβερνητικές συνωμοσίες, μυστικά και ανήθικα πειράματα συγκάλυψης με συνέπεια την θυσία χιλιάδων αθώων. Σε γενικές γραμμές το sequel είναι σαν το πρώτο παιχνίδι, λίγο μεγαλύτερο, και έχει επεκταθεί αρκετά σεναριακά με βαριές επιρροές από το Hollywood. Η δράση είναι περισσότερη και πολλές φορές ο παίκτης καλείται να αντιμετωπίσει πολλά ζόμπι και εχθρούς μαζεμένους. Οι σφαίρες παραμένουν είδος προς εξαφάνιση, δίνοντας, ωστόσο την αίσθηση ότι είναι περισσότερες από αυτές που προσέφερε το πρώτο παιχνίδι.
Τα ζόμπι κατακλύζουν τους διαδρόμους του αστυνομικού τμήματος, ενώ αρκετά νωρίς παρουσιάζεται ένας από τους εμβληματικούς εχθρούς του παιχνιδιού, το Licker. Το τέρας αυτό είναι ένας μεταλλαγμένος άνθρωπος, ο οποίος δέχτηκε δεύτερη μετάλλαξη μετά το στάδιο του ζόμπι, το οποίο είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα μολυσμένης βιομάζας για να διατηρήσει το μεταβολισμό του. Τα κύρια χαρακτηριστικά τους είναι ο εκτεθειμένος εγκέφαλος του, η έλλειψη δέρματος και ματιών, η ταχύτητά του, η υπερευαίσθητη ακοή του, η μεγάλη και μακριά γλώσσα του και τα τεράστια και κοφτερά νύχια. Είναι εύκολα κατανοητό ότι ένα τέτοιο πλάσμα είναι βγαλμένο από τους χειρότερους εφιάλτες και είναι κάτι παραπάνω από θανατηφόρο. Ο ίδιος ο Mikami ανέφερε σε συνέντευξή του ότι αυξήθηκε επίτηδες η δυσκολία του παιχνιδιού, για να αποτρέψει τους παίχτες της εποχής να τα νοικιάζουν από τα video club και να τους ωθήσει στην αγορά του παιχνιδιού.
Το παιχνίδι διατηρεί το ίδιο αγχώδες inventory management, τα κλασσικά ”tank” controls, τις σταθερές κάμερες και αρκετά πισωγυρίσματα. Όμως με τις εναλλαγές των χαρακτήρων δίνεται η δυνατότητα τεσσάρων εναλλακτικών σεναρίων, κάτι που ανεβάζει το replayability του παιχνιδιού και το κάνει να αξίζει με το παραπάνω τα λεφτά του. Το gaming community της εποχής εκθείαζε την ποιότητα του παιχνιδιού, την χολιγουντιανή αισθητική υπερπαραγωγής αλλά και την προσθήκη των διαφορετικών σεναρίων. Υπήρξαν όμως και μερικές φωνές δυσαρέσκειας για το μη επαγγελματικό voice acting και τον ξεπερασμένο μηχανισμό χειρισμού. Παρ’ όλα τα αρνητικά σημεία του, το RE 2 ήταν μια μεγάλη εμπορική επιτυχία και έγινε ένας από τους δημοφιλέστερους τίτλους του PlayStation, εμπνέοντας πολλά spin-off και sequel.

RESIDENT EVIL 3: NEMESIS_
Αρχική έκδοση: 22 Σεπτεμβρίου 1999, PlayStation
Μετά την δημιουργία του RE 2, η ομάδα της Capcom διασπάστηκε και ανέλαβε πολλά διαφορετικά project ταυτόχρονα, με αρκετές σκέψεις για spin-offs, sequels κ.ά., αρκετά από τα οποία, όμως, ακυρώθηκαν λόγω της επικείμενης έκδοσης του PlayStation 2. Αυτό που επικράτησε, ήταν η αρχική σκέψη για ένα Resident Evil 2 spin-off το οποίο θα διηγείται την ιστορία από μία άλλη οπτική. Τελικά το παιχνίδι βαφτίστηκε κανονικό sequel, ως Resident Evil 3: Nemesis. Πρωταγωνιστής, η Jill Valentine, η οποία περιφέρεται στους δρόμους της Raccoon City και προσπαθεί να αποφύγει τις ορδές των ζόμπι, περνώντας έξω και μέσα από τα μαγαζιά της πόλης. Η νέα εντυπωσιακή προσθήκη στον συγκεκριμένο τίτλο είναι η παρουσία του Nemesis, ενός επιβλητικού και τρομακτικού πλάσματος, το οποίο ήταν αποτέλεσμα ενός ακόμα διεστραμμένου πειράματος της UMBRELLA. Ο Nemesis εμφανίζεται συχνά στο παιχνίδι, κυριολεκτικά από το πουθενά, τρομάζοντας και ανεβάζοντας τους χτύπους της καρδιάς της πρωταγωνίστριας αλλά και του ίδιου του παίκτη. Σε κάθε μονομαχία μαζί του δινόταν η ψευδαίσθηση ότι νικήθηκε, αυτός, όμως, σαν ασταμάτητη μηχανή του ολέθρου επέστρεφε με μεγαλύτερες μεταλλάξεις και ισχυρότερα όπλα.
Ήταν εμφανής η προσθήκη ακόμα περισσότερης δράσης στο παιχνίδι, κάτι που πολλοί δεν είδαν με καλό μάτι. Ίσως να ήταν καλύτερα να το κρατήσουν όπως το είχαν αρχικά στο μυαλό τους και να το προωθούσαν σαν Resident Evil 2 spin-off, αφού, ούτως ή άλλως, χρονικά ήταν λίγο πριν και λίγο μετά τις εξελίξεις του RE 2, ενώ πέρα από την προσθήκη του Nemesis, ούτε την ιστορία πάει μπροστά, ούτε δίνει την αίσθηση ενός πραγματικού sequel του 2. Μόνο από την πλευρά του gameplay υπήρχαν μικρές βελτιώσεις σε σχέση με τον προκάτοχό του, για να προωθήσει περισσότερο το στοιχείο της δράσης. Ειδικότερα, αυξήθηκε ο αριθμός των εχθρών που μπορούσαν να φαίνονται ταυτόχρονα στην ίδια οθόνη, προστέθηκαν βαρέλια τα οποία η Jill πυροβολούσε και ανατινάζοντας, σκοτώνοντας ταυτόχρονα μεγάλο αριθμό εχθρών, προστέθηκε το Dodge System, το οποίο επέτρεπε στον παίκτη να αποφεύγει ζημιά όταν τα ζόμπι πήγαιναν να κατασπαράξουν την ηρωίδα, κάτι που βοήθησε πολύ στη ροή του παιχνιδιού. Επίσης, με το ammunition crafting προστέθηκε η δυνατότητα δημιουργίας σφαιρών μέσω μιας σκόνης/πυρίτιδας, η οποία ανάλογα την κατηγορία δημιουργούσε τις αντίστοιχες σφαίρες, ενώ, τέλος, προστέθηκε το toys mechanic, με το οποίο ο παίκτης έπρεπε να αποφασίσει σε ελάχιστα δευτερόλεπτα τι θα κάνει και πώς θα συνεχίσει την ιστορία του Resident Evil 3. Οπτικά το παιχνίδι είναι αισθητά βελτιωμένο, καθώς αυξήθηκε η ανάλυση των pre-rendered backgrounds και υπήρχε μεγαλύτερη ποικιλία στην εμφάνιση των ζόμπι, αλλάζοντας τους ντύσιμο αλλά ακόμα και το σωματότυπό τους. Οι μικροβελτίωσεις αυτές και η προσθήκη του Nemesis, που προσέδιδε ένα νέο είδος τρόμου και σασπένς, ανέβασαν σταθερά τις πωλήσεις του παιχνιδιού. Κανείς δεν αρνείται ότι υπήρχε και η γκρίνια μιας μερίδας του τύπου αλλά και χρηστών, ωστόσο οι παίκτες ανά την υφήλιο αγκάλιασαν και αυτό το παιχνίδι της Capcom.

RESIDENT EVIL: CODE VERONICA_
Αρχική έκδοση: 3 Φεβρουάριος 2000, Sega Dreamcast
Το Resident Evil: Code Veronica επρόκειτο να είναι το πραγματικό Resident Evil 3, όμως επειδή προοριζόταν για την επόμενη γενιά κονσολών (DreamCast, PlayStation 2 κ.ά.) και λόγω μιας συμφωνίας με τη Sony, μετονομάστηκε για να φαίνεται σαν spin-off, ενώ το Nemesis πήρε και επίσημα τον τίτλο του 3. Αρχικά, προοριζόταν ως DreamCast exclusive τίτλος, όμως η πορεία της κονσόλας ανάγκασε την Capcom να το εκδώσει λίγο αργότερα σε PlayStation 2 και GameCube. Πρωταγωνίστρια στο συγκεκριμένο παιχνίδι είναι η Claire Redfield, η οποία συνεχίζει να αναζητά τον αδερφό της, Chris. Τα γεγονότα εξελίσσονται τρεις μήνες μετά την καταστροφή της Raccoon City και τα ίχνη του Chris την οδηγούν στο Παρίσι. H UMBRELLA την βρήκε στην πόλη του Φωτός και κατάφερε να την αιχμαλωτίσει. Οδηγήθηκε και φυλακίστηκε στο Rockfort Island στο οποίο βρίσκεται ένα σύμπλεγμα φυλακών, ιδιοκτησία της UMBRELLA, στον Ανταρκτικό ωκεανό. Παραδόξως, ελευθερώνεται από το ίδιο άτομο που την φυλάκισε και ανακαλύπτει ότι υπάρχει ξέσπασμα του T-Virus στο νησί. Στο επικείμενο χάος θα συναντήσει και θα συνεργαστεί με νέους και παλιούς γνώριμους της σειράς, καθώς και με τον αδερφό της, Chris Redfield, ένα παλιό μέλος της ομάδας S.T.A.R.S., τον Albert Wesker, τον ψυχικά ασταθή Alfred Ashford μαζί με την δίδυμη αδερφή του, την Alexia και τον συμπρωταγωνιστή της, τον πρώην κρατούμενο, Steve Burnside.
Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, πέρα από την επιβίωση, ο παίκτης αναζητά στοιχεία το τι συνέβη και επιπλέον πληροφορίες για το τι το προκάλεσε. Η εξέλιξη του Code Veronica βοηθάει να επεκταθεί και η ιστορία του αρχικού παιχνιδιού, με προσθήκες χαρακτήρων οι οποίοι επιστρέφουν από την αφάνεια, και να δώσει πάτημα στους σεναριογράφους για τα επόμενα RE που θα ακολουθήσουν. Από την πλευρά του gameplay, είναι ένα από τα τελευταία παιχνίδια της σειράς που διατηρεί το παρωχημένο «tank mechanic» για τον χειρισμό της κίνησης, ενώ παραμένει και η «κλειδωμένη» κάμερα και η κλασσική αναζήτηση αντικειμένων για την επίλυση γρίφων που γνωρίσαμε στα προηγούμενα παιχνίδια. Το Veronica είναι το πρώτο παιχνίδι που αποτάσσει τα pre-rendered backgrounds και χρησιμοποιεί πλήρη 3D περιβάλλοντα. Η ισχύς των νέων κονσολών επέτρεψε στους developers να γεμίσουν την οθόνη με εχθρούς και να βελτιώσουν αισθητά την εμφάνισή τους, προσθέτοντας ακόμα μεγαλύτερη ποικιλία στο οπτικό αλλά και στο ακουστικό κομμάτι. Μπορεί η περιπετειώδης έκδοσή του στο DreamCast να καθυστέρησε λίγο την αναγνωρισιμότητά του αλλά με το release στο PlayStation 2 και το GameCube αυτό διορθώθηκε άμεσα, με την πλειοψηφία των gamers, για άλλη μία φορά, να αγκαλιάζουν αυτήν την προσπάθεια. Πρέπει όμως να αναφερθεί, ότι η γκρίνια και η μουρμούρα για το χειρισμό του πρωταγωνιστή με το «tank mechanic» έγινε πλέον πολύ πιο έντονη και η μερίδα αυτών των ανθρώπων απαιτούσε από την Capcom να το καταργήσει στις μελλοντικές εκδόσεις της σειράς…

RESIDENT EVIL REMAKE_
Αρχική έκδοση: 22 Μαρτίου 2002, GameCube Επειδή η Capcom είχε κλείσει συμφωνία με τη Nintendo για να μεταφέρει όλα τα κύρια Resident Evil παιχνίδια στο GameCube, αποφασίστηκε να γίνει ένα ρεκτιφιέ στο πρώτο παιχνίδι ώστε να εκτιμηθεί περισσότερο από παλιούς παίκτες και να το απολαύσουν και οι νεότεροι. Αυτό είχε ως συνέπεια να γίνει ένα πλήρες remake του πρώτου RE, με ακριβώς την ίδια ιστορία και κάποιες μικρές προσθήκες. Ειδικότερα, μικρές αλλαγές δέχτηκε ο χάρτης, μαζί με την ατμόσφαιρα της έπαυλης και προστέθηκε λίγο μεγαλύτερος χώρος στο inventory. Επίσης έγιναν αλλαγές στους εχθρούς, για να κρατάνε σε εγρήγορση ακόμα και βετεράνους του franchise π.χ. ζόμπι που έπρεπε να καούν για να μην επιστρέψουν πίσω στη ζωή. Χρησιμοποιήθηκαν ξανά pre-rendered περιβάλλοντα όπως και στον πρώτο τίτλο, ωστόσο προστέθηκαν ωραίες πινελιές που έκαναν τον χώρο πιο αληθοφανή και ρεαλιστικό. Το remake κατέληξε πραγματικά ένα απολαυστικό παιχνίδι το όποιο ενέκριναν παλιοί και νέοι παίκτες, ενώ αποτέλεσε τίτλος ωδή στο πρώτο RE, καθώς δόθηκε ο απαιτούμενος σεβασμός και η ανάλογη προσοχή για να «ανανεωθεί» όπως έπρεπε.
RESIDENT EVIL ZERO_
Αρχική έκδοση: 12 Νοεμβρίου 2002, Nintendo GameCube
Λίγο μετά την έκδοση του πρώτου παιχνιδιού το 1996, η δημιουργική ομάδα της Capcom δούλευε πάνω σε ένα prequel το οποίο θα εκμεταλλευόταν τις δυνατότητες του Nintendo 64 και των νέων περιφερειακών του, που θα μείωναν τους χρόνους φόρτισης. Καθώς προχωρούσε η παραγωγή του, οι δημιουργοί αυτού του concept θεώρησαν ότι ήταν καλύτερα να το εγκαταλείψουν για το Nintendo 64 και να το αναβαθμίσουν οπτικά, ούτως ώστε να βγει στην επόμενη κονσόλα της Nintendo, στο GameCube. Η μεταπήδηση αυτή, καθυστέρησε κι άλλο την έκδοσή του, γιατί τα περιβάλλοντα και όλα τα γραφικά έπρεπε να φτιαχτούν από την αρχή. Επίσης, προστέθηκαν περισσότερα CGI video μιας και η νέα κονσόλα παρείχε μεγαλύτερη μνήμη και τα voice overs ηχογραφήθηκαν από την αρχή. Fun fact, ο ήχος από τις βδέλλες προέρχεται από την ηχογράφηση μαγειρέματος χάμπουργκερ. Στην ιστορία αυτή, ο παίκτης ακολουθεί την Rebecca Chambers, η οποία είναι μέλος της ομάδας S.T.A.R.S. και τον Billy Cohen, έναν πρώην στρατιωτικό ο οποίος καταδικάστηκε για φόνο. Μαζί, θα διερευνήσουν ένα zombie outbreak το οποίο σχετίζεται με ένα βιολογικό πείραμα πάνω σε βδέλλες. Η ιστορία συνδέεται άμεσα με την περιπέτεια του Resident Evil 1 και εισάγει μερικούς νέους χαρακτήρες. Το στυλ παιχνιδιού θυμίζει έντονα τα προηγούμενα αλλά το Inventory system επανασχεδιάστηκε. Το κλασσικό μπαούλο όπου τοποθετούσαν οι πρωταγωνιστές τα αντικείμενά τους έχει αφαιρεθεί, αναγκάζοντας τους παίκτες να τα ρίχνουν κάτω, για να αποφευχθεί το πήγαινε-έλα στο μπαούλο. Επίσης, προστέθηκε ένας μηχανισμός με τον οποίο ο παίκτης μπορούσε να εναλλάσσει αντικείμενα μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Και σε αυτόν τον τίτλο, συναντάμε ξανά τα pre-rendered backgrounds και την φιξαρισμένη κάμερα. Το παιχνίδι δέχτηκε αργότερα και ένα HD remaster, όμως έλαβε αρνητική κριτική, γιατί δεν βελτίωσε κάτι από τον προκάτοχό του, πέρα από τα γραφικά. Γενικότερα, το RE Zero δέχτηκε θετικές κριτικές για τα γραφικά, τον ήχο αλλά και το νέο gameplay του.

RESIDENT EVIL 4_
Αρχική έκδοση: 11 Ιανουαρίου 2005, GameCube
Στο Resident Evil 4, η Capcom διεκπεραίωσε στροφή 180 μοιρών, αφήνοντας πίσω της τα pre-rendered περιβάλλοντα, τις ακίνητες κάμερες και το «tank mechanic». Πλέον μια κάμερα τρίτου προσώπου, με διαφορετικό μηχανισμό στόχευσης, βρίσκεται πίσω από τον Leon Kennedy. Ο Mikami πίεσε την παραγωγική ομάδα για σύγχρονους μηχανισμούς μάχης και για μια νέα gameplay εμπειρία, στοχεύοντας ξεκάθαρα στη δράση. Αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν να δημιουργηθεί ένας από τους δημοφιλέστερους τίτλους όλων των εποχών, όχι μόνο για το franchise αλλά και για την βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών γενικότερα. Η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη που επηρέασε την συνέχεια των RE παιχνιδιών αλλά και τον ανταγωνισμό. Στην συγκεκριμένη περιπέτεια, ο παίκτης μεταφέρεται 6 χρόνια μετά από τα γεγονότα του 2ου παιχνιδιού, σε ένα χωριό στην Ισπανία, αναζητώντας την κόρη προέδρου των ΗΠΑ. Εκεί γίνεται μάρτυρας μιας ακόμα πανδημίας που χαρακτηρίζεται από τους ντόπιους ως «Las Plagas». Η πανδημία αυτή μεταλλάσσει τον φορέα, o οποίος χάνει τον έλεγχο και γίνεται ένα δίποδο αγρίμι λυσσασμένο για αίμα, το οποίο ενδέχεται και να οπλοφορεί. Επίσης, πραγματοποιείται στροφή στο στυλ του τρόμου και πλέον παρουσιάζει και προβάλλει έντονα τον γοτθικό τρόμο. Ακόμη θα δούμε για πρώτη φορά και τα quicktime events στα οποία ο παίκτης καλείται να πατήσει γρήγορα κάποια πλήκτρα για να ξεφύγει ή να αντιμετωπίσει μία κατάσταση. Το περιβάλλον πλέον είναι εντελώς 3D rendered, με ένα πολύ όμορφο και ατμοσφαιρικό στήσιμο, με τις τεράστιες ορδές που έρχονται κατά πάνω στον παίκτη να δημιουργεί μία αρκετά τρομακτική ατμόσφαιρα. Η τεράστια επιτυχία του τίτλου σε συνδυασμό με την αποδοχή του κοινού, έδειξαν τον δρόμο για τη συνέχεια του franchise και το πως πρέπει να παρουσιαστεί ένα σύγχρονο action game. Αυτή η στροφή όμως προς τη δράση, σε συνδυασμό με την αναχώρηση του Mikami, αποτράβηξαν το franchise από τις horror ρίζες του.

RESIDENT EVIL 5_
Αρχική έκδοση: 5 Μαρτίου 2009, PlayStation 3, Xbox 360, & Microsoft Windows
Στο RE 5, η δράση μεταφέρεται για πρώτη φορά στην Αφρική, στο χωριό Kijuju, στο οποίο έχει εξαπλωθεί μία πανδημία παρόμοια με αυτή στο RE 4. Ο παίκτης αναλαμβάνει το ρόλο του, βετεράνου πλέον, Chris Redfield, ο οποίος συνεργάζεται με την Shiva Alomar, η οποία κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο franchise. Ωστόσο, παρά τη διαφορετική τοποθεσία και την νέα πρωταγωνίστρια, ο τίτλος δε διαφέρει και πολύ από τον προκάτοχό του. Είναι ακριβώς η ίδια κάμερα με αυτή που ακολουθούσε τον Leon στο RE 4, ενώ το ύφος του παιχνιδιού γέρνει ακόμα περισσότερο στο action κομμάτι, παρά στα horror στοιχεία του franchise. Ακόμη, η ΑΙ του companion δεν συμπεριφέρεται «έξυπνα» τις περισσότερες φορές, γεγονός που υστερεί την γενικότερη εμπειρία απόλαυσης του παιχνιδιού. Ωστόσο, μια ευχάριστη εισαγωγή στο RE 5 αποτέλεσε η δυνατότητα για co-op online ή split screen, που επέτρεψε στον παίκτη να παίζει μαζί με κάποιον φίλο είτε εξ αποστάσεως είτε από τον ίδιο χώρο. Το RE 5 ενώ είναι μία ευχάριστη εμπειρία και πλούσιο σε δράση, αφαιρώντας τα στοιχεία του τρόμου που έκαναν τα παιχνίδια της σειράς να ξεχωρίζουν, δεν μπόρεσε να φτάσει στα στάνταρ που έθεσε ο προκάτοχός του. Η αποδοχή της gaming κοινωνίας ήταν πιο χλιαρή, κάτι που φάνηκε και από τις πωλήσεις σε σχέση με τον προκάτοχό του. Είναι αδύνατον, τέλος, να μη σχολιαστεί ένα από τα quicktime events, προς το τέλος του παιχνιδιού, στο οποίο σφυροκοπιέται το controller για να μπορέσει ο Chris να γρονθοκοπήσει και να διώξει έναν τεράστιο βράχο!
RESIDENT EVIL: REVELATIONS_
Αρχική έκδοση: 26 Ιανουαρίου 2012, Nintendo 3DS
Στον συγκεκριμένο τίτλο πρωταγωνιστούν όχι ένας, άλλα δύο βετεράνοι της σειράς, o Chris Redfield (πάλι) και η Jill Valentine, οι οποίοι προσπαθούν να σταματήσουν μία οργάνωση βιοτρομοκρατών, η οποία θέλει να μολύνει τους ωκεανούς με έναν ιό. Και εδώ υπάρχει η κάμερα του τρίτου προσώπου, επίλυση γρίφων και ποικιλία εχθρών, όμως υπάρχει μία προσπάθεια να προωθήσει τον κλειστοφοβικό τρόμο που εισήγαγαν τα πρώτα παιχνίδια της σειράς. Μη σας ξεγελάει η έκδοση σε Nintendo 3DS, τα γραφικά εκεί ήταν όμορφα και προσέφεραν μία όμορφη εμπειρία. Η δράση είναι γρήγορη και η ατμόσφαιρα σκοτεινή. Δεν έγινε ποτέ τόσο γνωστό και δημοφιλές όσο το τέσσερα αλλά δεν τα πήγε άσχημα, κάτι που του χάρισε και μία HD version τα επόμενα χρόνια και έκδοση σε περισσότερες κονσόλες.

RESIDENT EVIL 6_
Αρχική έκδοση: 2 Οκτωβρίου 2012, PlayStation 3 & Xbox 360
Το RE 5 ήταν από τα πιο αδύναμα και μέτρια παιχνίδια του franchise. Παρόλα αυτά, η δημιουργική ομάδα της Capcom δεν πήρε το μάθημά της. Αντίθετα, πρόσθεσε κι άλλη ανούσια δράση, περισσότερα quicktime events, λιγότερο σενάριο και ιστορία, περισσότερες εκρήξεις, λιγότερους διαλόγους, με αποτέλεσμα να γεννηθεί μία χολιγουντιανή υπερπαραγωγή χωρίς ενδιαφέρον, ενώ με τίποτα δεν πλησίασε την ποιότητα και την ατμόσφαιρα του RE 4. Το franchise κατακρεουργήθηκε με αυτόν τον τίτλο, ο όποιος μόνο στο εξώφυλλό του θυμίζει Resident Evil και έπιασε πάτο. Το μόνο που περισώζεται από αυτό το ναυάγιο, είναι η ιδέα του τετραπλού co-op mode. Όπως ήταν αναμενόμενο, κριτικοί και παίκτες δεν ανέφεραν τα καλύτερα λόγια για αυτόν τον τίτλο. Το καλό είναι ότι η Capcom άκουσε και αποδέχτηκε την αρνητική κριτική και πλέον ήταν καιρός να επιστρέψει στις ρίζες του franchise και να προσφέρει ποιοτικά παιχνίδια όπως μόνο αυτή ξέρει.
RESIDENT EVIL: REVELATIONS 2_
Αρχική έκδοση: 24 Φεβρουαρίου 2015, PS3, PS4, PS Vita, Xbox 360, Xbox One & Microsoft Windows
Το Revelations 2 είναι η συνέχεια του πρώτου spin-off το οποίο είχε εκδοθεί τρία χρόνια πριν. Πρωταγωνίστρια εδώ είναι η Claire Redfield και για πρώτη φορά ο παίκτης μπορεί να παίξει ως Barry Burton. Η ιστορία του παιχνιδιού εξελίσσεται ανάμεσα στα γεγονότα του RE 5 και του RE 6. Όλα ξεκινάνε όταν η Claire και οι συνεργάτες της, συμπεριλαμβανομένης της κόρης του Barry Burton, Moira, βρίσκονται σε ένα πάρτι στα κεντρικά γραφεία της Terrasave, όπου δέχονται επίθεση από αγνώστους που τους μεταφέρουν σε ένα έρημο νησί. Μπορεί το παιχνίδι να δέχτηκε αρκετά θετικά σχόλια και reviews για την ιστορία, τους χαρακτήρες και το co-op gameplay του, κάτι που το χρειαζόταν η Capcom μετά το στραπάτσο του RE 6, όμως τα γραφικά δεν βελτιώθηκαν καθόλου από το πρώτο Revelations, ενώ δεν έλλειψαν και αρκετά τεχνικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές αρνητικές αντιδράσεις από το κοινό.

RESIDENT EVIL 7: BIOHAZARD_
Αρχική έκδοση: January 24, 2017, PlayStation 4, Xbox One & Microsoft Windows
Μετά την αποτυχία του RE 6, η Capcom άκουσε το fanbase της και επεξεργάστηκε το μήνυμα που έλαβε. Αρχικά ακύρωσε κάποια πρώιμα concept που είχε για τη συνέχεια της σειράς που ήταν και αυτά γεμάτα δράση και άρχισε να δουλεύει σε concept που εστίαζαν περισσότερο στον τρόμο. Το αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς είναι το RE 7, το οποίο είναι το πιο σκοτεινό και τρομακτικό (κατ΄εμέ) παιχνίδι της σειράς. Η Capcom πήρε το όλο εγχείρημα πολύ σοβαρά και έφτασε στο σημείο να φτιάξει ακόμα και τη δική της μηχανή γραφικών, την RE-Engine. Για πρώτη φορά στο franchise δεν πρωταγωνιστεί κανένας από τους παλιούς γνώριμους, όλοι οι χαρακτήρες καλοί και κακοί είναι νέα πρόσωπα και φρέσκα, κάτι που δίνει την αίσθηση ενός πραγματικού reboot για την σειρά. Ο παίκτης αναλαμβάνει τον ρόλο του Ethan Winters, ο οποίος ταξιδεύει σε μία παλιά εγκαταλελειμμένη έπαυλη στην Λουϊζιάνα της Αμερικής για να επιβεβαιώσει ο ίδιος ότι η φήμη για την χαμένη γυναίκα του είναι αληθινή. Βρίσκει, τελικά, τη γυναίκα του, τη Mia, φυλακισμένη μέσα στο υπόγειο ενός φαινομενικά εγκαταλελειμμένου κτιρίου.

Με την απελευθέρωση της γυναίκας του η ζωή του Ethan γίνεται μία κόλαση, καθώς τη στιγμή που πάνε να φύγουν, η Mia μεταμορφώνεται και γίνεται ένα άκρως επιθετικό άτομο και προσπαθεί να τον σκοτώσει. Αναγκασμένος πλέον να παλέψει για τη ζωή του και την επιβίωσή του, τη σκοτώνει! Το τηλέφωνο χτυπάει και ακούει μια άγνωστη φωνή που του συστήνεται ως Zoe, η οποία είναι πρόθυμη να τον βοηθήσει. Δευτερόλεπτα μετά, η Mia επανέρχεται στην ζωή και επιτίθεται με ένα αλυσοπρίονο κόβοντας το χέρι του Ethan. Επειδή είναι αρκετά πρόσφατο παιχνίδι και ενδεχομένως κάποιοι να μην το έχουν παίξει, δεν θα υπάρξουν άλλα spoilers για τη συνέχεια. Για πρώτη φορά σε παιχνίδι Resident Evil παίζει ρόλο το stealth. Ο κύριος εχθρός του παιχνιδιού είναι η οικογένεια Baker και τα μουχλοειδή τέρατα που έχουν αντικαταστήσει τα κλασσικά ζόμπι. Η ειρωνεία είναι ότι η οικογένεια Baker αρχικά φαίνεται σαν μία απλή οικογένεια η οποία αποτελείται από καθημερινούς ανθρώπους, όμως τα φαινόμενα απατούν… Για να επιβιώσει ο παίκτης, πρέπει να κινείται είτε γρήγορα, είτε αργά, είτε σιωπηλά, εκεί που πρέπει. Όλα αυτά, ενισχύουν τον τρόμο και την ατμόσφαιρα που δημιουργεί αυτή η οικογένεια μαζί με την εγκαταλελειμμένη έπαυλη. Η κάμερα είναι πρώτου προσώπου και σε τοποθετεί κατευθείαν στη θέση του Ethan, τα γραφικά της RE-Engine είναι άκρως εντυπωσιακά και προσθέτουν τις κατάλληλες πινελιές για να δημιουργηθεί μία απίστευτη ατμόσφαιρα, όπως αρμόζει σε ένα σωστό survival horror παιχνίδι. Εγκληματική, θεωρώ, την κίνηση της Capcom να προσθέσει δυνατότητα VR καθώς άτομα με καρδιακά προβλήματα θα πρέπει να μείνουν σίγουρα μακριά.. Το community αποδέχτηκε το παιχνίδι με διθυραμβικά σχόλια, η καλοσχεδιασμένη έπαυλη των Baker μαζί με τον αέρα φρεσκάδας που έδωσε η μηχανή γραφικών της Capcom εκφράστηκαν και με υψηλές πωλήσεις. Η επιστροφή της εταιρείας στις horror ρίζες της είναι γεγονός!
RESIDENT EVIL 2 (REMAKE)_
Αρχική έκδοση: January 25, 2019, Microsoft Windows, Xbox One, PlayStation 4
Το Resident Evil 2 2019 είναι ένα remake με τα όλα του. Το παλιό παιχνίδι επανασχεδιάστηκε από το μηδέν και χρησιμοποιεί κάμερα τρίτου προσώπου, σύγχρονα και φρέσκα γραφικά, ευγενική χορηγία της εντυπωσιακής RE-Engine. Οι δημιουργοί του παιχνιδιού σεβάστηκαν και μελέτησαν διεξοδικά τα στοιχεία που έκαναν το παλιό παιχνίδι ατμοσφαιρικό και τρομακτικό. Πλέον δεν μιλάμε για πινελιές αλλά για έναν καινούργιο πίνακα, ένα πραγματικό έργο τέχνης. Η ατμόσφαιρα του παιχνιδιού είναι βαριά και σκοτεινή και κάθε μάχη έντονη. Η προσθήκη του Mr.X είναι καλοδεχούμενη και κρατάει τον παίκτη σε μία συνεχή εγρήγορση. Από πλευράς ιστορίας δεν έχουν γίνει μεγάλες αλλαγές. Το συγκεκριμένο παιχνίδι κέρδισε πέρα από πολλά θετικά reviews και αρκετά βραβεία! Το 93 στο Metacritic το επιβεβαιώνει περίτρανα και το τοποθετεί στην κορυφή του franchise. Εύγε! Capcom! Εύγε!
RESIDENT EVIL 3 (REMAKE)_
Αρχική έκδοση: 3 Απριλίου 2020, PlayStation 4, Windows, Xbox One
Για το Resident Evil 3 2020 ακολουθήθηκε η ίδια συνταγή με το RE 2 Remake, ένα πλήρες revamp από το μηδέν. Έχει γίνει ήδη review στο περιοδικό το οποίο έχει ανέβει και στο site. Απλά θα αναφέρω ότι η μικρή του διάρκεια, μαζί με το υψηλό κόστος την ημέρα κυκλοφορίας του το χαντάκωσαν βαθμολογικά. Παραμένει, όμως, ένα καλό και ευχάριστο παιχνίδι.

ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ_
Τα παραπάνω Resident Evil παιχνίδια δεν είναι τα μοναδικά, ωστόσο αποτελούν την κύρια ιστορία του franchise, με τα remakes του και τα βασικά spin-offs. Δυστυχώς, η ποιότητα των υπολοίπων παιχνιδιών, δεν τους αξίζει να φέρουν το όνομα Resident Evil, καθώς στην καλύτερη των περιπτώσεων ήταν μέτρια και έφταναν στο σημείο του κάκιστου και του unplayable! Πέρα από μια ονομαστική αναφορά δεν τους αξίζει πραγματικά τίποτα παραπάνω.
- RESIDENT EVIL SURVIVOR_
Αρχική έκδοση: 27 Ιανουαρίου 2000 PlayStation, Microsoft Windows
- RESIDENT EVIL GAIDEN_
Αρχική έκδοση: 14 Δεκεμβρίου 2001 Game Boy Color
- RESIDENT EVIL SURVIVOR CODE: VERONICA_
Αρχική έκδοση: 8 Νοεμβρίου 2001 Arcade, PlayStation 2
- RESIDENT EVIL: DEAD AIM_
Αρχική έκδοση: 13 Φεβρουαρίου 2003 PlayStation 2
- RESIDENT EVIL OUTBREAK_
Αρχική έκδοση: 11 Δεκεμβρίου 2003 PlayStation 2
- RESIDENT EVIL OUTBREAK FILE #2_
Αρχική έκδοση: 9 Σεπτεμβρίου 2004 PlayStation 2
- RESIDENT EVIL: THE UMBRELLA CHRONICLES_
Αρχική έκδοση: 13 Νοεμβρίου 2007 Wii
- RESIDENT EVIL: THE DARKSIDE CHRONICLES_
Αρχική έκδοση: 17 Νοεμβρίου 2009 Wii
- RESIDENT EVIL: THE MERCENARIES 3D_
Αρχική έκδοση: 2 Ιουνίου 2011 Nintendo 3DS
- RESIDENT EVIL: OPERATION RACCOON CITY_
Αρχική έκδοση: 20 Μαρτίου 2012 PlayStation 3, Xbox 360, Microsoft Windows
- UMBRELLA CORPS_
Αρχική έκδοση: 21 Ιουνίου 2016 PlayStation 4, & Microsoft Windows
- RESIDENT EVIL: RESISTANCE_
Αρχική έκδοση: 3 Απριλίου 2020 PlayStation 4, Xbox One, PC (Steam)