
Zombies War is Here_

Νέοι πρωταγωνιστές, μα και γνώριμες φιγούρες. Ιδιαίτερες ιστορίες, διαφορετικές, περίεργα τρομακτικές, ξεπηδούν μπροστά στα μάτια μας. 25 χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, το Resident Evil δηλώνει παρόν, σε μικρές και μεγάλες οθόνες, έχοντας ως στόχο να τέρψει το κοινό και να μαγέψει την φαντασία.
Αδιαμφισβήτητα, η επιρροή του Resident Evil εκτείνεται πέρα και έξω από τα σχετικά στενά όρια της gaming κοινότητας. Η στρατηγική της Capcom, να διαμορφώσει ένα διευρυμένο σύμπαν που θα αγκαλιάζει το franchise της, πάτησε από νωρίς σταθερά στα πόδια της, κυρίως μέσω της κυκλοφορίας συμπληρωματικών, έντυπων εκδόσεων. Τα ιδιαίτερα βιβλία που έκαναν την εμφάνισή τους, φρόντιζαν να διανθίζουν συστηματικά το περιεχόμενο, επιτρέποντας πληρότητα αφήγησης και ενδυνάμωση της ιστορίας.

Πλάι σε αυτά, διαμορφώθηκαν μία σειρά από θεατρικά δρώμενα και έντονη cosplay παρουσία σε εκθέσεις παγκοσμίως, φέρνοντας στη ζωή ορισμένους από τους πιο εμβληματικούς χαρακτήρες της σειράς. Οι cross-over προωθητικές ενέργειες με άλλα franchise, ενδυνάμωσαν ακόμα περισσότερο την παρουσία της δημοφιλούς σειράς παιχνιδιών, φτάνοντας σε ακόμα περισσότερο κόσμο, ακόμα και με τη μορφή μικρών θεατρικών δρώμενων, ως επί τω πλείστον εντός ιαπωνικών συνόρων. Δεν ήταν όμως μόνο αυτά που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διεύρυνση της βάσης των ενδιαφερόμενων γύρω από τη σειρά. Ένα έτερο κομμάτι, με ισχυρή παρουσία, ήταν και εκείνο της παραγωγής ταινιών, είτε με τη μορφή live-action, είτε διαμέσου animated πρωταγωνιστών. Videogame τίτλοι και τηλεοπτική-κινηματογραφική παρουσία διαγράφουν μία παράλληλη πορεία, που μετρά κάτι λιγότερο από 20 χρόνια.
ΚΑΘΕ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΗ_
Η πεποίθηση της Capcom να μην αφήσει ανεκμετάλλευτη καμία δίοδο ενίσχυσης του franchise, γίνεται από την πρώτη στιγμή ιδιαίτερα διακριτή. Λίγο μετά την κυκλοφορία του original Resident Evil, η εταιρεία πήρε μία πολύ σημαντική απόφαση για τη συνέχεια: την πώληση των δικαιωμάτων της ιστορίας στην Constantin Film. Τον Ιανουάριο του 1998, η γερμανική εταιρεία παραγωγής γίνεται κάτοχος των δικαιωμάτων και ξεκινά την αναζήτηση των κατάλληλων συντελεστών. Στο στόχαστρο μπαίνει από νωρίς το όνομα του George A. Romero. Η ποιότητα της πένας του και η ιδιαίτερα στενή σχέση του με τον κόσμο των zombies, αποτέλεσαν ίσως δύο από τα σημαντικότερα προσόντα που αναζητούσαν οι ιθύνοντες. Ο Romero θεωρείται από πολλούς ως ο πρόγονος των σύγχρονων zombies, όπως τα γνωρίζουμε στην popular culture. Η, δικής του δημιουργίας, σειρά ταινιών “Night of the Living Dead” του χάρισε – δικαιωματικά θα λέγαμε – την άμεση, προγονική συγγένεια με το είδος. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν όπως αρκετοί θα περίμεναν. Παρά την στήριξη που είχε αποσπάσει το σενάριο του Romero, κορυφαία στελέχη των εταιρειών που εμπλέκονταν στην παραγωγή αποφάσισαν να αποδεσμεύσουν τον Romero, πριν καν ξεκινήσει η δημιουργική διαδικασία. Εικάζεται δε, ότι ο παραγωγός της Capcom, Yoshiki Okamoto, είχε χαρακτηρίσει ως “φτωχό” το σενάριο, ορίζοντας παράλληλα αυτό, ως το λόγο της αποχώρησης του συντελεστή.

THE ANDERSON EFFECT_
Με την επιλογή Romero να μετατρέπεται σε ναυάγιο, οι παραγωγοί ξεκίνησαν εκ νέου την αναζήτηση για το κατάλληλο άτομο που θα μπορούσε να απογειώσει το Resident Evil κινηματογραφικό τους όραμα. Και κάπου εκεί, κάνει την εμφάνιση του ο Paul W. S. Anderson. Ο Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος είχε ήδη ισχυρό βιογραφικό, μετά την εμπορική επιτυχία του πρώτου Mortal Kombat τρία χρόνια νωρίτερα. Μετά το πρώτο draft του Βρετανού, η Sony Pictures επισημοποιεί τη συνεργασία ανάμεσα στα δύο μέρη, προς τα τέλη του 2000. Ο Anderson αναλαμβάνει να γράψει και να σκηνοθετήσει την πρώτη ταινία, που έμελλε να εκκινήσει την μακρόχρονη πορεία του franchise στις κινηματογραφικές αίθουσες. Φρόντισε δε από νωρίς να ορίσει κάποια πολύ συγκεκριμένα όρια, δηλώνοντας στο περιοδικό Shivers, το καλοκαίρι του 2001, πως το Resident Evil αξίζει μία καλή παρουσία. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να συνδεθεί άμεσα με το παιχνίδι, καθώς οι μεταφορές παιχνιδιών στον κινηματογράφο είναι – κατά πλειοψηφία – καταδικασμένες σε χαμηλές πτήσεις. Με το σενάριο έτοιμο και έχοντας εξασφαλίσει προϋπολογισμό 33ων εκατομμυρίων δολαρίων, το επόμενο βήμα ήταν να βρεθεί το κατάλληλο άτομο για τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

ALICE & JOVOVICH ΣΕ ΚΟΙΝΗ ΠΟΡΕΙΑ_
Ένα χρόνο αργότερα, το 2001, οι συντελεστές βρήκαν την πρωταγωνίστρια που έψαχναν. Το όνομα αυτής: Milla Jovovich. Η Αμερικανίδα ηθοποιός, μουσικός και μοντέλο είχε μόλις αρχίσει να κάνει γνωστό το όνομα της σε μερίδα του κοινού, με τις συμμετοχές της δίπλα σε ονόματα όπως αυτά των Denzel Washington, Bruce Willis και Gary Oldman. Ωστόσο, η διεθνής αναγνώριση έμελλε να έρθει ορισμένα χρόνια αργότερα. Η αστραφτερή παρουσία της, αλλά και οι εξαιρετικές αθλητικές ικανότητές της, ταίριαξαν γάντι στο ρόλο της “Alice”, της ηρωίδας που ρίχνεται στη μάχη ενάντια σε ορδές νεκροζώνταντων, δημιουργίας Umbrella Corporation. Οι ικανότητες αυτές, της επέτρεψαν να εκτελέσει η ίδια όλα τα stunts, που απαιτούνταν για τις ανάγκες της ταινίας. Η επιτυχημένη εκπαίδευσή της σε πολεμικές τέχνες όπως καράτε, kickboxing και ελεύθερη πάλη, προσέδωσαν τον έξτρα απαιτούμενο ρεαλισμό στις σκηνές δράσης. Το παρθενικό Resident Evil βρήκε θερμής ανταπόκρισης από το φιλοθεάμον κοινό παγκόσμια και γνώρισε διεθνή εμπορική επιτυχία, με τα έσοδα του να σκαρφαλώνουν σχεδόν στα 104 εκατομμύρια δολάρια. Η Jovovich μετατράπηκε σε βασικό και αναντικατάστατο μέλος της ομάδας και από τότε έχει ενσαρκώσει το ρόλο της Alice σε όλες τις περιπέτειες της ενάντια στη zombie απειλή. Η καριέρα της Αμερικανίδας ηθοποιού απογειώθηκε και έγινε παγκόσμια γνωστή κατά την επόμενη δεκαετία. Δεν θα μπορούσαμε δε, να αφήσουμε εκτός σχολιασμού πως η επαγγελματική επιτυχία δεν ήταν το μόνο κέρδος για την ίδια. Η τύχη της χαμογέλασε και σε προσωπικό επίπεδο. Ο Anderson, το 2003 πήρε την απόφαση να ζητήσει… το χέρι της ηθοποιού και έκτοτε πορεύονται από κοινού, εντός και εκτός πλατό, ενώ έχουν αποκτήσει και τρία παιδιά.
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΜΕΡΕΣ_
Πολλές φορές, το να περιγράψεις μία ιστορία, αποφεύγοντας παράλληλα τα ενοχλητικά spoilers, είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Η περίπτωση του Resident Evil δεν διαφέρει. Παρά το γεγονός πως οι ταινίες αγκαλιάζουν τον πυρήνα της ύπαρξης των παιχνιδιών, η επιλογή του Anderson και των παραγωγών να διαμορφώσουν νέες ιστορίες, έξω από το παικτικό μέρος του franchise, επιτρέπει στους θεατές να μην ξέρουν τι τους περιμένει, εισερχόμενοι στην κινηματογραφική αίθουσα. Στο ιδιόμορφο σύμπαν του Anderson, η Raccoon City είναι μία μητρόπολη του 21ου αιώνα, κατασκευασμένη κυρίως υπό την επίβλεψη και χρηματοδότηση της Umbrella Corporation. Όλα ξεκινούν σε ένα σκοτεινό, μυστικό εργαστήριο της εταιρείας, στην υπόγεια καρδιά της πόλης. Μία κλοπή και μία σκόπιμη απελευθέρωση του “T-virus”, δρομολογούν μία σειρά από αλυσιδωτά γεγονότα, με ολέθριες επιπτώσεις. Νεκροζώντανοι ξεχύνονται στους δρόμους της πόλης και μία ιδιαίτερη περιπέτεια εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια των θεατών. Μία περιπέτεια που αλλάζει μορφές, ένταση και ατμόσφαιρα από ταινία σε ταινία. Και εδώ κάνει την εμφάνιση του ένα μικρό ερώτημα: πού μπορεί να βρίσκεται αυτή η ιδιαίτερη Raccoon City; Η ομάδα παραγωγής επέλεξε το Τορόντο, ως βάση για την πόλη, αποφεύγοντας παράλληλα μεγάλα έξοδα δημιουργίας τοπίου από το μηδέν. Τη λίστα τοποθεσιών συμπληρώνουν το Βερολίνο αλλά και το Death Valley στην Ανατολική Καλιφόρνια, μία από τις πιο ζεστές περιοχές του πλανήτη.

Η ΠΡΩΤΗ ANIMATED ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ_
Ξεγλιστρώντας μακριά από την μεγάλη οθόνη, έτερες δημιουργικές προσπάθειες έχουν δει το φως της δημοσιότητας ανά τα χρόνια. Η πρώτη εξ’ αυτών χρονολογείται σχεδόν 20 χρόνια πριν, το Νοέμβριο του 2000. Το όνομα αυτής; “Biohazard 4D-Executor”. Ένα ιαπωνικό 3D animated biopunk horror film, παραγωγής Capcom και Visual Science Laboratory. Η 20λεπτης διάρκειας ταινία αποτέλεσε ατραξιόν θεματικών πάρκων στην Ιαπωνία και προβαλλόταν σε κινηματογράφους και μικρότερα booths. Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται μία ομάδα μισθοφόρων που στέλνονται στη μολυσμένη Raccoon City για να εντοπίσουν την Dr. Cameron, μία επιστήμων που πραγματοποιεί έρευνα για τον νέο ιό. Για τους λάτρεις των αριθμών, ο προϋπολογισμός της ιδιαίτερης animated, μικρού μήκους ταινίας έφτασε τα 1,4 εκατομμύρια δολάρια. Διατηρώντας την – κατά μία έννοια – “γραμμή Anderson”, οι παραγωγοί επέλεξαν να μην εισάγουν κανέναν χαρακτήρα των παιχνιδιών εντός της ταινίας μικρού μήκους, Η εν λόγω στρατηγική δεν ακολουθήθηκε όμως σε μία έτερη περίπτωση ιαπωνικών computer animated ταινιών, που ξεκίνησαν να προβάλλονται το 2008 και φτάνουν έως και το 2017. Εντός αυτών συναντά κανείς χαρακτήρες όπως ο Leon Kennedy, η Claire Redfield και η Rebecca Chambers, δημιουργώντας έτσι μία αίσθηση συνέχειας αφήγησης, ανάμεσα στα παιχνίδια και στην δραματική, animated απεικόνιση. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τις αναζητήσουν ως “Resident Evil: Degeneration”, “Resident Evil: Damnation” και “Resident Evil: Vendetta”.

NETFLIX AND (NO) CHILL_
Και από τα… καρτούν, πίσω στα live-action (και όχι μόνο). Τον Αύγουστο του περασμένου έτους, το Netflix προχώρησε σε μία ανακοίνωση που έκανε τους φανατικούς του franchise να αναθαρρήσουν. Η δημοφιλής πλατφόρμα streaming ενημέρωσε το κοινό πως πρόκειται να δρομολογήσει τη δημιουργία μίας live-action σειράς με θέμα το Resident Evil. Την παραγωγή των – χορταστικών – διάρκειας μίας ώρας, οκτώ επεισοδίων πρόκειται να αναλάβει η Constantin Film. Η ιστορία θα εκτυλίσσεται σε δύο διαφορετικά timelines, με διαφορά κάτι παραπάνω από μία δεκαετία μεταξύ τους. Ο ιός Τ παραμένει, βασανίζοντας την ανθρωπότητα και τους εναπομείναντες που προσπαθούν να επιβιώσουν. Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, έναν μόλις μήνα αργότερα, το Σεπτέμβριο του 2020, η Capcom προχώρησε σε δική της ανακοίνωση. Αυτή τη φορά, στα σκαριά βρίσκεται μία CG anime σειρά, με τίτλο “Resident Evil: Infinite Darkness” και με πρωταγωνιστές τους Claire Redfield και Leon Kennedy, από το Resident Evil 2. To anime αναμένεται μέσω του Netflix, εντός του τρέχοντος έτους.

ΠΛΗΡΕΣ ΓΕΥΜΑ_
Το Resident Evil αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση franchise, που έχει κερδίσει την προσοχή μερίδας κόσμου, πέρα και έξω από τα όρια της gaming κοινότητας. Θεματικά πάρκα, ακόμα και εστιατόρια έχουν κάνει την εμφάνισή τους, αντλώντας έμπνευση από τα παιχνίδια και τις ταινίες. Παρά την αυστηρή κριτική από μερίδα της κοινότητας περί “ξεχειλώματος” της ιστορικής σειράς, η πλειοψηφία φαίνεται πως απολαμβάνει και στηρίζει θερμά κάθε νέα προσθήκη. Πέραν όμως από την κριτική, αυστηρή ή μία, που ασκεί ο καθένας, ένα είναι το σίγουρο μετά από 25 ολόκληρα χρόνια, το Resident Evil στέκει ακμαίο, επιβλητικό, διατηρώντας την ιδιαίτερη, γοητευτική και συνάμα τρομακτική του ατμόσφαιρα, έξω από την άμεση επίδραση της φθοράς του χρόνου. Το αν το franchise βρίσκεται στη “δύση” του, το γνωρίζουν μόνον οι δημιουργοί του. Για τους λάτρεις του gaming και home entertainment, η σειρά αποτελεί μία εύηχη νότα ευχαρίστησης, που συνοδεύει έναν μεγάλο αριθμό από εμάς από τα πρώιμα χρόνια της εφηβείας μας. Και αυτό ίσως είναι και εκείνο το χαρακτηριστικό, που θα μπορούσε να την κάνει πραγματικά ξεχωριστή στις καρδιές μας.