
Resident Evil Inside Out_

Το Resident Evil είναι ένα ιδιαίτερο franchise, που έχει επηρεάσει ποικιλοτρόπως μία ολόκληρη γενιά παικτών. Ο εκκεντρικός και ιδιότροπα όμορφος χαρακτήρας του, έχει αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στη βιομηχανία του gaming.
To Resident Evil αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για την gaming βιομηχανία γενικότερα, αλλά και τους ίδιους τους παίκτες. Ταξιδεύοντας πίσω στο χρόνο, τοποθετούμαστε στο σημείο-μηδέν, το μακρινό 1993. Ήταν εκείνη η χρόνια, που ο Tojuro Fujiwara εξέφρασε την επιθυμία του στον Shinji Mikami και έτερους στην ομάδα της Capcom, να διαμορφώσει κάτι νέο, φρέσκο για την εποχή του. Αν και αρχικά σχετικά αδιάφορος προς το horror είδος, ο Mikami συμφώνησε εν τέλει να λάβει ενεργό ρόλο. Η δημιουργική προσπάθεια της ομάδας δανείστηκε αρκετά στοιχεία από το Sweet Home του Fujiwara, που είχε δει το φως της δημοσιότητας ορισμένα χρόνια νωρίτερα, το 1989. Τα πρώιμα στάδια ανάπτυξης οδήγησαν στην διαμόρφωση ενός πρωτοτύπου με έντονα first-person shooter χαρακτηριστικά. Η επιτυχία του Alone in the Dark (1992) όμως, ενέπνευσε τους δημιουργούς, οι οποίοι αποφάσισαν πως η οπτική της “fixed” κάμερας, θα ταίριαζε περισσότερο στο δικό τους εγχείρημα. Μέσα από τον δημιουργικό “οργασμό”, γεννήθηκε ένα παιχνίδι ιδιαίτερο, με ατμόσφαιρα γοητευτική, μα παράλληλα αισθητά τρομακτική. Ο ισχυρός χαρακτήρας του, η εναλλακτική οπτική και αφήγηση του, συνοδεύτηκαν εξαιρετικά από gameplay στοιχεία που έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνιση τους.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1996, το Biohazard, όπως ήταν το αρχικό όνομα του franchise, ετοιμαζόταν να μπει για πρώτη φορά στην ζωή των απανταχού gamers. Όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Όταν ο παρθενικός τίτλος της σειράς έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα hardcore punk συγκρότημα της Νέα Υόρκης και ένα παλιότερο παιχνίδι, έβαλαν φρένο στην εταιρεία. Το Biohazard ήταν πιασμένο και έπρεπε πια να βρεθεί μία λύση. Αν και το όνομα διατηρήθηκε για την κυκλοφορία της ιαπωνικής εκδοχής, η εταιρεία παραγωγής αποφάσισε πως η δημιουργικότητα ήταν το κλειδί για τον αμερικανικό γρίφο. Ένας ιδιαίτερος ονοματοδοτικός διαγωνισμός πήρε σάρκα και οστά και το προσωπικό ρίχτηκε “στη μάχη”. Οι επίδοξοι… νονοί τα κατάφεραν και η απόφαση πάρθηκε΄ το “Resident Evil” ήταν το νέο, “δυτικό” όνομα του τίτλου, που έμελλε να χαραχτεί στο DNA της gaming κοινότητας.
ΕΝ ΑΡΧΗΝ ΗΝ Ο ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ_
Εικοσιπέντε και πλέον χρόνια αργότερα, το Resident Evil έχει συνδέσει στενά το όνομα του με το είδος του survival horror. Για τη μεγάλη πλειοψηφία, ο τίτλος του Μαρτίου του 1996 όρισε το είδος του τρόμου επιβίωσης όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα, καταφέρνοντας να βάλει ξανά για τα καλά τα zombies στην pop culture. Η εκτίμηση περί ορισμού του είδους, βασίζεται εν μέρη στην ιδιαίτερη αφηγηματική τεχνική και ατμόσφαιρα του παιχνιδιού, αλλά και στη – κατά κάποιο τρόπο – συνήθεια της Capcom, να τοποθετεί η ίδια τις genre “ταμπέλες” στις δημιουργίες της, πριν από οποιονδήποτε άλλο. Ωστόσο, η συνεισφορά του δεν περιορίζεται μοναχά εκεί. Κατά το ταξίδι στο χρόνο, οι δημιουργοί δεν απέφυγαν τον πειραματισμό. Η σειρά εισήγαγε μία μεγάλη ποικιλία από εναλλακτικές προσεγγίσεις στον έλεγχο του χαρακτήρα και την μηχανική του παιχνιδιού. Μία από αυτές τις προσεγγίσεις ήταν και τα επονομαζόμενα “tank controls”. Η προοπτική τους διέφερε από εκείνη της πλειοψηφίας των 3D games της εποχής, όπου ο χαρακτήρας κινούνταν σε κατευθύνσεις ανάλογες της οπτικής της κάμερας.

Στην περίπτωση των tank controls, η κίνηση του μοχλού αντιστοιχούσε σε διαφορετικές ενέργειες του χαρακτήρα, διατηρώντας την κάμερα ανά σκηνή σταθερή. Πολλοί κριτικοί σημείωσαν γρήγορα, πως ο μηχανισμός ελέγχου του ήρωα έχει εμποτιστεί με “σκόπιμη αδεξιότητα”, που έχει ως στόχο την αύξηση της δυσκολίας, από κοινού με την ενίσχυση του άγχους, ως υποστηρικτικό παράγοντα της τρομακτικής ατμόσφαιρας. Μέσω αυτής της μηχανικής, ήταν αδύνατο οι παίκτες να γνωρίζουν, τι βρισκόταν στην αμέσως επόμενη “τυφλή” γωνία. Αυτού του είδους η μηχανική διατηρείται έως το Resident Evil 3: Nemesis (1999), όπου εισάγονται για πρώτη φορά η στροφή των 180 μοιρών αλλά και η δυνατότητα αποφυγής εισερχομένων χτυπημάτων. Μετά από έξι χρόνια και αρκετές προσπάθειες και πειραματισμούς, το Resident Evil 4 κατέφθασε, για να δώσε νέα, φρέσκια πνοή στο franchise. Ένα από τα κυριότερα, μοναδικά χαρακτηριστικά του τίτλου αποτέλεσε η αύξηση της δράσης. Η ένταση ανέβαινε και η μηχανική ήταν και εδώ παρούσα για να αγκαλιάσει τις αλλαγές. Η συνδρομή στην εξέλιξη του survival horror είδους, συνδυάστηκε με την διάδοση της “over the shoulder” γωνίας της κάμερας παιχνιδιού, που κατά τα επόμενα χρόνια, θα έκανε αισθητή την παρουσία της σε μία σειρά παιχνιδιών, εντός και εκτός είδους. Η συγκεκριμένη οπτική διατηρήθηκε για περισσότερο από μία δεκαετία, κατά τις διαφορετικές κυκλοφορίες της σειράς. Μόλις το 2017, με την κυκλοφορία του Resident Evil 7: Biohazard, το franchise αλλάζει και μετατοπίζεται στην first-person σκοπιά, για την κατάλληλη ενορχήστρωση της αφήγησης.
ΕΛΑΦΡΩΣ… ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ_
Αρκετοί δεν διστάζουν να αναρωτηθούν ποια είναι τα πραγματικά όρια της επιρροής του Resident Evil στην δημοφιλή κουλτούρα. Από αυτούς τους “περίεργους”, δεν θα μπορούσαμε να λείπουμε και εμείς. Η αναζήτηση μας, γύρω από την έκταση αλλά και τα μυστικά του franchise, μας οδήγησε μέχρι τις σελίδες της εγκυκλοπαίδειας Britannica! Η παγκοσμίου φήμης εγκυκλοπαίδεια έχει αφιερώσει λίγο από το χώρο της, φιλοξενώντας μία σχετικά λεπτομερή επεξήγηση γύρω από τον όρο “Resident Evil”. “Το Resident Evil είναι μία από τις δημοφιλέστερες σειρές παιχνιδιών. Κάθε κυκλοφορία του έχει πουλήσει περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα από το πρωτότυπο ντεμπούτο του 1996 για την κονσόλα βιντεοπαιχνιδιών PlayStation της Sony Corporation. To franchise διαθέτει videogames, παιχνίδια, ταινίες, μυθιστορήματα και κόμικς”, διαβάζουμε χαρακτηριστικά, ως εισαγωγή, πριν από μία γρήγορη, πλην ουσιαστική, ματιά στην ουσία της ιστορίας.

ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ_
Το Resident Evil όμως είναι κάτι παραπάνω από ένα videogame franchise. Πριν καν το ντεμπούτο του πρώτου τίτλου, η Capcom αποφάσισε να δημιουργήσει μία σειρά από προσθήκες-δορυφόρους, που θα συνόδευαν το παιχνίδι, τακτική που ακολουθήθηκε καθ’ όλη την εικοσιπενταετή πορεία του. Μαζί με τον original τίτλο, την εμφάνιση του έκανε ένας οδηγός με τίτλο “BIO HAZARD Perfect Capture Manual” αλλά και ένα CD soundtrack. Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1997, και όταν το Resident Evil ετοιμαζόταν να κυκλοφορήσει και για την Sega Saturn κονσόλα στην Ιαπωνία, δύο ακόμα συμπληρωματικά βιβλία είδαν το φως της δημοσιότητας. Οι τίτλοι τους; “Inside of BIO-HAZARD” και “BIO HAZARD The True Story Behind BIO HAZARD”. Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο γύρω από τις κυκλοφορίες των εντύπων εντοπίζεται στο γεγονός πως όλα προσέφεραν επιπρόσθετες πληροφορίες και νέα κομμάτια ιστορίας στο σύμπαν του παιχνιδιού. Η έκδοση του 1997 δε, “Resident Evil: Director’s Cut”, κατέφθασε με επιπρόσθετο περιεχόμενο, αλλά και το πρώτο ηχητικό δράμα (audio drama) με τίτλο “Makoba Village Tradegy”. Πολλοί αγνοούν την ύπαρξη του πρόσθετου υλικού, για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο΄ η πλειοψηφία των συμπληρωματικών προσθηκών δεν κατάφεραν ποτέ να περάσουν τα σύνορα της Ιαπωνίας. Το manual του παιχνιδιού εικάζεται ότι περιείχε επιπρόσθετες, φρέσκιες λεπτομέρειες γύρω από την ιστορία. Παρά το γεγονός πως το ίδιο μεταφέρθηκε εντός του soundtrack CD, με την μορφή συνοδευτικού βιβλίου, πολλές λεπτομέρειες χάθηκαν στην προσπάθεια μετάφρασης του περιεχομένου. Μία από τις φωτεινές εξαιρέσεις ήταν το “Resident Evil: The Book”. Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί την αγγλική έκδοση της νουβέλας “BIO HAZARD: The Beginning”, μέρος του βιβλίου “BIO HAZARD The True Story Behind BIO HAZARD” (1997). Το βιβλίο πραγματεύεται τα γεγονότα πριν το original Resident Evil, όπου ο Chris Redfield ερευνά την εξαφάνιση ενός αγνοούμενου φίλου. Η διανομή του πραγματοποιούνταν μέσω της Capcom U.S.A., κατόπιν παραγγελίας από την επίσημη ιστοσελίδα της εταιρείας το 1997.
ΑΡΙΘΜΟΙ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ_
Το 2020 αποτέλεσε μία ακόμα χρονιά-ορόσημα για το Resident Evil, για διαφορετικούς όμως λόγους. Στο διάστημα από τον Μάρτιο στον Μάιο του περασμένου έτους, μία σειρά από αναφορές, με πηγή την Capcom, επιβεβαίωσαν εκ νέου την δημοφιλία και επιτυχία της σειράς. Σύμφωνα με τις εν λόγω αναφορές, το franchise ξεπέρασε και επίσημα τις 100 εκατομμύρια πωλήσεις αντιτύπων. Το αντίκτυπο των lockdown, λόγω της υγειονομικής κρίσης του COVID-19, από κοινού με την κυκλοφορία του Resident Evil 3 remake, εκτόξευσε τις πωλήσεις τους πρώτους μήνες του 2020. Η ανοδική πορεία οδήγησε στο σπάσιμο του φράγματος των 100 εκατομμυρίων, δίνοντας ταυτόχρονα ένα ιδιαίτερο χρώμα στα 25 χρόνια ζωής του franchise. Και περνώντας από τα οικονομικά μεγέθη στις… μεγάλες αγάπες, δεν θα μπορούσε να παραληφθεί η ιδιαίτερη περίπτωση του διαδικτυακού “TheBatMan”.

Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι πηγές, ο εν λόγω χρήστης αποτελεί τον μεγαλύτερο εν ενεργεία φανατικό οπαδό του Resident Evil σύμπαντος. Ο λόγος; Κατά την τελευταία δεκαετία, κατόρθωσε να διαμορφώσει το πληρέστερο fan project: ένα αρχείο 2700 σελίδων, που περιγράφει με πάσα λεπτομέρεια ολόκληρη την ιστορία της σειράς. Η προσπάθεια αυτής της ιδιόμορφης χαρτογράφησης ξεκίνησε το 2006, μέσω της δημοφιλούς – στους φανατικούς – ιστοσελίδας Biohaze. Οι ανανεωμένες εκδόσεις του αρχείου έκαναν την εμφάνιση τους το 2008 και 2009, πριν το εγχείρημα “μπει στον πάγο”. Από τον κρυογενετικό του θάλαμο, ανασύρθηκε πάλι από τον κάτοικο του Ηνωμένου Βασιλείου TheBatMan, ο οποίος έκτοτε προσπαθεί, με μεράκι και ανιδιοτέλεια, να τοποθετήσει στη σωστή σειρά το σύνολο της ιστορίας, για όσους γοητεύονται από τις λεπτομέρειες και αναζητούν μία αφήγηση με πληρότητα. Όσοι δε ενδιαφέρονται να γνωρίσουν λίγο καλύτερο τον ιδιαίτερο αυτό χαρακτήρα, δεν έχουν παρά να ψάξουν για την συνέντευξη που παραχώρησε στον εξαιρετικό Wesley Yin-Poole, για λογαριασμό του Eurogamer.
Ο ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΜΟΣ_
Κατά κανόνα, παρά τις εξαιρέσεις που εν τέλει τον επιβεβαιώνουν, όσο μεγαλύτερη είναι η επιτυχία ενός εγχειρήματος, ανάλογη είναι και η κριτική που δέχεται. Αν στο ανωτέρω, προσθέσουμε και τις περισσότερες από δύο δεκαετίες σταθερής παρουσίας του franchise, τότε δεν θα προκαλούσε σε κανέναν εντύπωση , η ανάπτυξη μία συγκεκριμένης φοβίας που κάνει συχνά πυκνά την έντυπη εμφάνιση της. Αυτή η φοβία δεν είναι άλλη από εκείνη του “εκτροχιασμού”. Κατά καιρούς, έχουν γραφτεί αρκετές αράδες, λίγο πριν ή λίγο μετά μία νέα προσθήκη στο σύμπαν του Resident Evil, που έχουν ως στόχο να επιστήσουν την προσοχή σχετικά με μία απομάκρυνση από τις ρίζες. Ο φόβος είναι ένας αμυντικός μηχανισμός, που έχει ως στόχο να προειδοποιήσει και να προστατεύσει από επικείμενες κακές επιπτώσεις. Ως είναι φυσικό, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει εκείνους που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, στη διάρκεια μίας εικοσιπενταετούς πορείας. Όμως να σημειώσουμε πως ο πειραματισμός βρίσκεται στον πυρήνα της ύπαρξης του Resident Evil. Αλλαγές, άλλοτε μικρές, άλλοτε μεγαλύτερες, έχουν εισαχθεί κατά καιρούς και αποτελούν φυσική απόρροια ενός ζωντανού gaming οργανισμού, που επιζητά νομοτελειακά την εξέλιξη. Μπορεί μεν η επιτυχία κάθε νέας προσθήκης να μην είναι προδιαγεγραμμένη, ωστόσο το στίγμα που έχει αφήσει η σειρά στην gaming βιομηχανία, μας επιτρέπει να είμαστε αισιόδοξοι για την συνέχεια, είτε πλησιάζει στην δύση της, είτε έχει ακόμα αρκετά να μας προσφέρει. Άλλωστε, τι θα ήταν το Resident Evil, χωρίς εκπλήξεις και λίγο παραπάνω τρόμο;